Το μαχαίρι (Νίκος Καβαδίας)
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο - ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι - όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες - που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ' Αλγέρι. - Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη, - όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια, - ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, - να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια: - Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις - με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το
'χει ζώσει, - κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν, - καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει. - Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια, - την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε. - Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του - με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε. - Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια - και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. - Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. - Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο. - Σκύψε
και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, - είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, - μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις. - Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ'το. - Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, - που η ιδιοτροπία μ' έκαμε και το 'καμα δικό μου, - κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, - φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
|